- αδιάβροχο
- Όρος ο οποίος χρησιμοποιείται στον τομέα του ρουχισμού για να υποδηλώσει τα ενδύματα που έχουν το χαρακτηριστικό γνώρισμα να μην αφήνουν το νερό να τα διαπεράσει, ιδιότητα για την οποία χρησιμοποιούνται τις βροχερές ή υγρές ημέρες. Το α. χρησιμοποιείται ευρύτατα σήμερα και κατασκευάζεται από καθαρό ή ανάμεικτο μαλλί, από καθαρό ή ανάμεικτο βαμβάκι, ή από συνθετικό νήμα κατά μεγάλο ποσοστό πολυαμιδικής βάσης. O οπλισμός που στον τομέα των υφασμάτων χρησιμοποιείται περισσότερο για α. είναι διαγώνιας διάταξης και πυκνής ύφανσης των 3 ή των 4 ή οπλισμός ταφτά, στα υφάσματα που γίνονται με διάφορα συνθετικά νήματα. Πρόκειται πάντα για υφάσματα σφιχτοπλεγμένα που κάνουν έτσι δυσκολότερη τη διείσδυση του νερού και προσφέρονται καλύτερα για αδιαβροχοποίηση, εργασία στερεοποίησης που επιδιώκει να μειώσει τη συνάφεια υφασμάτων και νερού. Η εργασία αυτή άλλοτε γινόταν με λινέλαιο ή με γαλάκτωμα ελαστικού· σήμερα όμως γίνεται με τον σχηματισμό λεπτού συνεχούς επιχρίσματος, που δεν επιτρέπει ούτε στον αέρα να περνά. Η μέθοδος αδιαβροχοποίησης που χρησιμοποιείται σήμερα αφήνει ανοιχτούς τους πόρους του υφάσματος· αυτό επιτυγχάνεται με δύο τρόπους: α) με καθίζηση στις ίνες του υφάσματος αλάτων αδιάλυτων στο νερό (προπάντων βασικών αλάτων του αργιλίου), συχνά ανάμεικτων με λιπαρά υδρόφοβα υλικά, όπως η παραφίνη, η κηροζίνη, o τεχνητός ή φυσικός κηρός, ή με συνθετική ρητίνη· β) με χημική αλλοίωση της επιφάνειας των ινών, που επιτυγχάνεται με την εισαγωγή ριζών υδρόφοβου χαρακτήρα στην κυτταρίνη του βαμβακιού ή στην κερατίνη του μαλλιού.
Dictionary of Greek. 2013.